Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Μαντάμα Μπατερφλάι: Η γιαπωνέζικη τραγωδία θριάμβευσε στο Ηρώδειο!

Της Φωτεινής Παπαδάκη

Με δυνατά ονόματα σ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, το διάσημο αργεντίνο σκηνοθέτη Ούγκο ντε Άνα να καθοδηγεί τους τενόρους-υποκριτές και να υπογράφει τα σκηνικά και κοστούμια και τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή της ΕΛΣ-αρχιμουσικό Μύρων Μιχαηλίδη να διευθύνει την ορχήστρα, η θρυλική παράσταση «Μαντάμα Μπατερφλάι» μάγεψε τους πάντες στο Ηρώδειο, όπου και παρουσιάστηκε για τέσσερις μοναδικές παραστάσεις...

Η παρουσίαση της «Μαντάμα Μπατερφλάι» στην Ελλάδα

Η «γιαπωνέζικη τραγωδία», που δικαίως θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας οπερατικής «παλέτας», περιελήφθη στο ρεπερτόριο του Γ΄ Ελληνικού Μελοδράματος ήδη από το 1919. Τον Απρίλιο του 1930 ανέβηκε εκ νέου στο -πρώτο- Θέατρο Ολύμπια της Αθήνας από τη μελοδραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου, με τη Μαρία Τριβέλλα, δασκάλα της Μαρίας Κάλλας, στον κεντρικό ρόλο. Την ορχήστρα διηύθυνε ο Αλέξανδρος Κυπαρίσσης.

Η Μαντάμα Μπατερφλάι υπήρξε επίσης η πρώτη όπερα που παρουσιάστηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή, μετά την πρεμιέρα του νεοϊδρυθέντος θιάσου με την οπερέτα «Η νυχτερίδα του Γιόχαν Στράους υιού». Η επίσημη πρεμιέρα δόθηκε στην Αθήνα, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, μόλις τρεις ημέρες πριν από την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, στις 25 Οκτωβρίου 1940. Τον κεντρικό ρόλο σε αυτή την ιστορική παράσταση ερμήνευαν εναλλάξ η Ζωή Βλαχοπούλου και η Άννα Ρεμούνδου, ενώ την ορχήστρα διηύθυνε ο Λεωνίδας Ζώρας.

Αυτή τη φορά, η Εθνική Λυρική Σκηνή επανασύστησε στο κοινό την πιο διάσημη «Πεταλούδα», σε εκδοχή του Πουτσίνι για το θίασο της Κωμικής Όπερας του Παρισιού, που ανέβηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1906.

Το έργο του Τζιάκομο Πουτσίνι είναι σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το ομότιτλο μονόπρακτο θεατρικό έργο (1900) του αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, το οποίο βασίστηκε σε σύντομο διήγημα (1898) του επίσης αμερικανού Τζων Λούθερ Λονγκ. Αρκετά στοιχεία της όπερας πηγάζουν επίσης από το μυθιστόρημα Μαντάμ Κρυζαντέμ (1887) του Γάλλου Πιέρ Λοτί.
Ηρώδειο

Η πορεία μιας έφηβης γκέισας από τον έρωτα στο χαρακίρι

Η δραματική πορεία μιας 15χρονης γκέισας από τον έρωτα στο χαρακίρι εξακολουθεί να συγκινεί και να μαγεύει.

Η έφηβη Τσο-Τσο-Σαν ερωτεύεται και τελικά παντρεύεται τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η ίδια δέχεται για τον έρωτά της να απαρνηθεί τα πάντα, από τα θρησκευτικά της πιστεύω μέχρι και την οικογένειά της. Ωστόσο, μένει μόνη της όταν ο σύζυγός της την εγκαταλείπει και φεύγει για την Αμερική. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει στην Ιαπωνία φέρνοντας μαζί του την αμερικανίδα σύζυγό του, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από την Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί στον Πίνκερτον, αλλά στη συνέχεια αυτοκτονεί.

Η παράσταση στο Ηρώδειο

Ο Ούγκο Ντε Άνα, που έχει τη φήμη του αυστηρού, καθώς αναζητάει την απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στις άριες και την τέχνη της υποκριτικής, χάρισε στο κοινό του ακόμα ένα «υψηλό» θέαμα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο διάσημος αργεντίνος έχει σκηνοθετήσει τα μεγαλύτερα έργα όπερας στον κόσμο σε σπουδαίες σκηνές (Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Όπερα Σεβίλλης, Όπερα Τελ Αβίβ, Σκάλα του Μιλάνου, Αρένα της Βερόνα, Όπερα του Τόκιο και Λισέου της Βαρκελώνης).

Στην παράσταση του Ηρώδειου φάνηκε ξεκάθαρα η «διπλοβελονιά» του Ούγκο Ντε Άνα, ο οποίος έφερε σε πλήρη αρμονία τις «αγγελικές» φωνές των ηθοποιών με τη δραματουργική επένδυση του έργου, όπως αυτή έχει δοθεί από τον Πουτσίνι. Έτσι, ο διάσημος σκηνοθέτης επέδειξε τον ανάλογο σεβασμό στις λεπτές αποχρώσεις του έργου, που κινούνται ανάμεσα στις τρυφερές στιγμές της 15χρονης γκέισας με τον αμερικανό αξιωματικό Πίνκερτον και στα συναισθηματικά ξεσπάσματά της με αποκορύφωμα την τελευταία στιγμή της συντριβής της, όταν μαθαίνει πως ο αγαπημένος της παντρεύτηκε άλλη.
Ηρώδειο
Τον εμβληματικό ρόλο της εύθραυστης γκέισας, που κάποτε είχε απαρνηθεί η Μαρία Κάλλας-επειδή θεωρούσε πως έχει περιττά κιλά και δεν μπορεί να ενσαρκώσει την αιθέρια μορφή της Μπατερφλάι-ερμήνευσαν η διάσημη ιταλίδα σταρ της όπερας Μαρία Λουιτζία Μπόρσι και στη δεύτερη διανομή, η ευρέως γνωστή στο ελληνικό κοινό Τσέλια Κοστέα, η οποία είχε καταπλήξει τους πάντες με την ερμηνεία της στον «Σικελικό Εσπερινό», το χειμώνα στο Μέγαρο Μουσικής.

Δυο κορυφαίοι τενόροι, ο Βάλτερ Φρακκάρο και ο Λουτσάνο Γκάντσι ανέλαβαν να υπηρετήσουν το ρόλο του Πίνκερτον. Ο Φρακκάρο διαθέτει ένα ευρύ οπερατικό ρεπερτόριο, ενώ επισκέπτεται συχνά-πυκνά τη Σκάλα του Μιλάνου, την Όπερα της Βιέννης, το Μόνχαο, το Βερολίνο, τη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης. Ο ιταλός Λουτσάνο Γκάντσι θεωρείται ένας από τους πλέον υποσχόμενους τενόρους στο διεθνές λυρικό στερέωμα έχοντας τραγουδήσει δίπλα στον Χοσέ Καρρέρας.
Ηρώδειο
Το ρόλο της Σουτζούκι ερμήνευσε η ρωσικής καταγωγής Ολέσσα Πέτροβα, η οποία εντυπωσίασε για την ερμηνεία της στο ρόλο της Κοντσάκοβνα στον εμβληματικό «Πρίγκιπα Ιγκόρ» του Μποροντίν στην Όπερα της Ζυρίχης την καλλιτεχνική περίοδο 2011-12.
Το ρόλο του Σάρπλες υπηρέτησαν με περίσσιο ζήλο οι δύο έλληνες βαρύτονοι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Δημήτρης Πλατανιάς και Διονύσης Σούρμπης, οι οποίοι «χτίζουν» μια ζηλευτή καριέρα σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Τα σκηνικά θύμιζαν δωμάτια κλασσικού ξύλινου γιαπωνέζικου σπιτιού, ενώ η προβλήτα όπως είχε στηθεί επί σκηνής υπηρετούσε το μύθο, σύμφωνα με τον οποίο η μικρή γιαπωνεζούλα περιμένει με ιώβεια υπομονή τον αγαπημένο της για τρία χρόνια ελέγχοντας κάθε πλοίο που περνάει από το λιμάνι του Ναγκασάκι.

Τα αυθεντικά γιαπωνέζικα κοστούμια ήταν απόλυτα εναρμονισμένα με το ύφος του έργου. Ιδιαίτερα εντυπωσιακά ήταν τα αέρινα ενδύματα της πρωταγωνίστριας που αναδείκνυαν τη λεπτεπίλεπτη σιλουέτα της και γέμιζαν με χρώμα τη σκηνή.

Παράλληλα, ιδιαίτερα λειτουργικό ήταν το βίντεο που απλωνόταν ως φόντο πάνω από τα σκηνικά και παρουσίαζε τοπία της φύσης, τα οποία άλλαζαν ανάλογα με την εξέλιξη του μύθου, ενώ οι φωτισμοί καθοδηγούσαν το βλέμμα του θεατή σε κεντρικά σημεία της δράσης.
Η πρώτη παρουσίαση του έργου ήταν παταγώδης αποτυχία!

Η Μαντάμα Μπατερφλάι έκανε πρεμιέρα στη Σκάλα του Μιλάνου το 1904. Ωστόσο, δεν έτυχε θερμής υποδοχής από το κοινό, καθώς θεωρήθηκε πως η όπερα υποδείκνυε την κυριαρχία των δυτικών δυνάμεων έναντι των ανατολικών και πως η παρουσίαση μιας πλήρως υποταγμένης γιαπωνεζούλας σε έναν άντρα της Δύσης, τροφοδοτούσε πέραν όλων των άλλων και το αντιφεμινιστικό αίσθημα. 

Όμως, ο Πουτσίνι απτόητος απέσυρε την όπερα και ξεκίνησε να αναδιαμορφώνει το έργο την επόμενη κιόλας ημέρα. Έτσι, έκοψε υλικό από την Πρώτη πράξη και διαίρεσε τη Δεύτερη σε δύο τμήματα με τον Πίνκερτον να έχει την τελική άρια. Τρεις μήνες αργότερα, παρουσίασε τη δεύτερη εκδοχή στο Μεγάλο Θέατρο της ιταλικής πόλης στην Μπρέσα. Θεωρείται ότι ο Πουτσίνι διαμόρφωσε εκ νέου πέντε φορές το έργο του μέχρι την τελική του εκδοχή το 1907.

Έναν αιώνα μετά, η όπερα του Πουτσίνι συνεχίζει να παίζεται ανά τον κόσμο και να κατακτάει τις καρδιές χιλιάδων θεατών. Πώς αλλιώς; Αφού η «Πεταλούδα» είναι ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, ένα έργο στο οποίο η σύγκρουση είναι ταυτόχρονα προσωπική και πολιτιστική, με καταπληκτικές άριες και δραματουργικές υφάνσεις. Σε όλα αυτά, να προστεθεί το εκλεπτυσμένο στιλ της ενορχήστρωσης και τα έξυπνα ορχηστρικά ηχοχρώματα που υπογραμμίζουν τις στιγμές έντασης.

Με όλα αυτά τα στοιχεία να τη «στολίζουν», η Μαντάμα Μπατερφλάι καταφέρνει να αποτινάξει το «μαύρο» στίγμα του παρελθόντος και να γίνει αιώνιο σύμβολο αθωότητας, βαθειάς και σταθερής αγάπης, πίστης και αυτοθυσίας.

Συγκλονιστική είναι η τελευταία πράξη του δράματος, όπου η έφηβη γκέισα κάνει χαρακίρι σε μια απελπισμένη προσπάθεια, όπως λέει στο έργο, να διατηρήσει την τιμή της. «Όποιος δεν μπορεί να ζήσει με τιμή, πεθαίνει με τιμή», ακούγεται να λέει στο τέλος του έργου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου