Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Μια δραματική μέρα στο ελληνικό «γκουλάγκ»!

ika_nomos_ths_zouglasΤΟ ΜΠΑΧΑΛΟ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΥ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ
Της ΕΥΗΣ ΚΟΛΙΟΥ
Φανταστείτε μια ζούγκλα. Ο τρόπος επιβίωσης εκεί είναι δεδομένος. Τα δυνατότερα τρώνε τα πιο αδύναμα και η διατήρηση του είδους γίνεται μόνο με τις πολλές γεννήσεις και όχι τις βέβαιες απώλειες από τον αλληλοσπαραγμό.
Ο νόμος της επιβίωσης στη ζούγκλα θα γίνει νόμος επιβίωσης και στην Ελλάδα του 2013...
, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κομπιούτερ; Μπορεί. Αυτό είναι το συμπέρασμα από την περιπέτεια που ζήσαμε συνοδεύοντας έναν «άνθρωπο της διπλανής πόρτας» στον «Γολγοθά» της επικοινωνίας με την ελληνική Διοίκηση. Εν προκειμένω, μιας κεντρικής υπηρεσίας του ΙΚΑ. Πήγαμε μαζί χωρίς να δηλώσουμε ιδιότητα. Απλώς ακούγαμε, παριστάνοντας τον στενό συγγενή της κ. Μαρίας.
Το θέμα: Ο ανάπηρος ολικά (67%) σύζυγός της δεν παίρνει τη μικρή πενιχρή σύνταξη, γιατί μια διευθύντρια κάνει χρήση του νόμου και «κόβει» την αναπηρία χωρίς να είναι καν γιατρός… Τρελό, αλλά αληθινό. Τον κατηγορούν ότι παίρνει σύνταξη μαϊμού χωρίς να τον κατηγορούν; Πώς γίνεται; Απλά τον κοροϊδεύουν από γραφείο σε γραφείο και τον παραπέμπουν στο… μέλλον που θα το εγκρίνουν, αν και εφόσον… Παίρνει σύνταξη μαϊμού; «Θα πάω στον εισαγγελέα» λέει η κ. Μαρία (γνωστά σε μας όλα τα στοιχεία της), «γιατί ο σύζυγός μου επί 22 χρόνια έχει γίνει ζόμπι από τα φάρμακα της ασθένειας…».
Όλες οι πόρτες και τα παράθυρα κλείνουν και διέξοδος δεν φαίνεται να υπάρχει. Πίσω από τις πόρτες, όμως, που μας κλείνανε ακούγαμε μόνο κάτι φωνές από το βάθος να μας λένε πόσο ανεπιθύμητοι είμαστε εδώ, επειδή ζητάμε αυτό που μας ανήκει. Αποκαλύπτοντας, δηλαδή, το πραγματικό και τρομακτικό τους πρόσωπο με λίγα μόνο λόγια… Και, φυσικά, πρόκειται για ελεημοσύνη όταν ζητάς, χωρίς να βρίσκεις ανταπόκριση, να σου δώσουν τη σύνταξη αναπηρίας του συζύγου, του γιου, του αδελφού, του οποιουδήποτε. Μια άδικη απόφαση κάποιου διευθυντή είναι ικανή να φέρει την απελπισία σε μια οικογένεια, η οποία χωρίς να έχει κάποιο άλλο εισόδημα περιμένει τα λίγα αυτά ευρώ από τη σύνταξη για να ζήσει. Στα προβλήματα με τις αναπηρικές συντάξεις συγκαταλέγεται, μεταξύ άλλων, και η καθυστέρηση στην κατάθεση των χρημάτων. Τα λεφτά μπαίνουν στον λογαριασμό μετά από μήνες.
Το μπάχαλο σε όλο του το μεγαλείο… 
Από την πρώτη στιγμή που φτάσαμε έξω από τα γραφεία του ΙΚΑ στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και συναντήσαμε την κ. Μαρία, η κατάσταση ήταν ήδη απελπιστική. Η ίδια μας τόνισε ότι τις περισσότερες φορές που έρχεται δεν βρίσκει άκρη και φεύγει χωρίς να έχει πετύχει κάτι. Έξω από το κτήριο –ούτε καν μέσα δεν μπορούσαμε να μπούμε– ο κόσμος που περίμενε να εξυπηρετηθεί αυξανόταν συνεχώς. Εκεί έξω βρισκόταν και ένας «πορτιέρης» που τόνιζε επανειλημμένα ότι όλοι θα περάσουμε μετά τις 12. Η ώρα ήταν ήδη 11. Και εμείς που νομίζαμε ότι οι δημόσιες υπηρεσίες λειτουργούν από τις 9 το πρωί… Λάθος μας! Η διευθύντρια έλειπε για κάποιον λόγο και έπρεπε να το σεβαστούμε. Στη συνέχεια, όμως, της ημέρας δεν εμφανίστηκε ποτέ!
Οι ιστορίες των ανθρώπων που περίμεναν μαζί μας ήταν πάνω κάτω το ίδιο αδιέξοδες με τη δική μας. Λάθη και λεπτομέρειες μέσα σε όλη αυτή τη «χαρτούρα», που τους είχαν υποβάλει να μαζέψουν, τους εμπόδιζαν να πάρουν τη σύνταξή τους. Ο σύζυγος της κ. Μαρίας ταλαιπωρείται εδώ και 22 χρόνια από τη νόσο Crown, δεν εργάζεται πλέον, καθώς έγιναν απολύσεις στην εταιρεία που ήταν, ενώ τον βασανίζουν και ψυχολογικά προβλήματα λόγω της κατάστασης που βιώνει καθημερινά η σύζυγός του για να καταφέρει να εισπράξει τη σύνταξη. Η διαδικασία στις συντάξεις αναπηρίας είναι η εξής: Υπάρχουν οι επιτροπές στις οποίες υποβάλλονται οι δικαιούχοι, όπου οι γιατροί αποφασίζουν το ποσοστό αναπηρίας, το οποίο υπογράφει η διευθύντρια του ΙΚΑ. Τα χρήματα κατατίθενται μετά από αρκετούς μήνες και η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται μετά από δυο χρόνια (εκτός από τις περιπτώσεις της αναπηρίας 100%).
Στην αναμονή 
Υπάρχει, όμως, και η περίπτωση της κ. Μαρίας. Η διευθύντρια δεν δέχτηκε το ποσοστό αναπηρίας που αποφάσισαν οι γιατροί για τον άντρα της και έκανε προσφυγή, κάτι που μάθαμε ότι έχει το απόλυτο δικαίωμα να κάνει, και τώρα η οικογένεια αυτή θα πρέπει να περιμένει οκτώ ολόκληρους μήνες μέχρι να ξαναπεράσει από την επιτροπή. Να ζήσουν, δηλαδή, χωρίς λεφτά! Αυτό σημαίνει ότι δεν θα έχουν φαγητό, νερό, ρεύμα, φάρμακα. Αν, λοιπόν, είναι ακόμα ζωντανοί, θα πληρωθούν σε κανέναν χρόνο από σήμερα…
Έσοδα δεν υπάρχουν από πουθενά και η αδικία που αισθανθήκαμε, ακούγοντας την κατάσταση που βιώνει καθημερινά, με τον σύζυγό της να θέλει πλέον να βάλει τέλος στη ζωή του, δεν μπορούμε να την περιγράψουμε. Μάλλον είμαστε συναισθηματικοί, γιατί σε κάθε γραφείο που μπήκαμε για να μιλήσουμε και να μας δώσουν μια λύση άκουγαν τι λέγαμε, αλλά στην ουσία δεν ήθελαν να βοηθήσουν. Υποκρίνονταν ότι μας ακούνε και όταν άνοιγαν το στόμα τους είτε που θα πρότειναν να συμπληρώσουμε μια αίτηση (που καμία σημασία δεν έχει), είτε θα μας παρέπεμπαν σε κάποιον άλλον, ο οποίος με τη σειρά του θα μας έστελνε πάλι πίσω. Ο ένας πέταγε το μπαλάκι στο άλλον, μην τυχόν και περάσει από τα χέρια τους τέτοια ευθύνη. Ζητούσαμε συνεχώς να βρεθεί τρόπος και να εξεταστεί ο σύζυγός της πολύ πιο σύντομα και οι ψυχρές απαντήσεις μάς εξέπλητταν κάθε φορά: «Δεν είστε η μόνη που περνάτε κάτι τέτοιο, μας έλεγαν». Έκλειναν τα μάτια και τα αφτιά στα προβλήματα που περιγράφαμε και συνέχιζαν να λένε το ποιηματάκι που έχει μάθει ο καθένας…
Η διευθύντρια, κ. Νιαρχάκου, ακόμα άφαντη. Η ώρα περασμένες 12 και εμείς ανεβοκατεβαίναμε τις σκάλες, ελπίζοντας ότι στον επόμενο όροφο θα υπάρχει κάποιος να μας πει τι να κάνουμε. Να βοηθήσει και να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Η κ. Μαρία, από κάποια στιγμή και μετά, ξεσπούσε όλο και πιο συχνά: «Με ποιο δικαίωμα μια διευθύντρια χωρίς γνώσεις ιατρικής αμφισβητεί την απόφαση των γιατρών και αφήνει την οικογένειά μου στο έλεος, χωρίς λεφτά;». Θα φτάναμε μέχρι τον ανώτερο εκεί μέσα για να ακουστούμε και να δικαιωθούμε, αλλά η απάντηση μιας γραμματέως κάπου στον 2ο όροφο μας έκοψε τη φόρα για λίγο: «Κανένας ανώτερος δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον διευθυντή για την προσφυγή. Είχε το δικαίωμα να το κάνει».
Στον τελευταίο όροφο… 
Μετά από τόση αναμονή, ταλαιπωρία και αφού είχαμε μιλήσει με όποιον μπορούσαμε να μιλήσουμε και άκρη δεν βγάλαμε, φτάσαμε στον τελευταίο όροφο, στα γραφεία του διοικητή. Όπως ήταν φυσικό, ζητήσαμε να τον δούμε, αλλά ήταν σε σύσκεψη. Ζητήσαμε ευγενικά τον υποδιοικητή και τότε μας είπαν να περιμένουμε. Τα όρια, όμως, της υπομονής τα είχαμε εξαντλήσει. Η κ. Μαρία έπαιρνε όλο και πιο βαθιές αναπνοές, ενώ πλέον δεν μπορούσε να συγκρατήσει όλα αυτά που είχε μέσα της και τα λόγια απελπισίας έσπασαν την ησυχία στον όροφο. Ξέσπασε ζητώντας κάποιος να τη βοηθήσει, να μην την αφήσουν χωρίς λεφτά για τόσους μήνες. Περιέγραφε την κατάσταση που επικρατεί στο σπίτι της, τον άντρα της που έχει κατάθλιψη και τα μόνα λεφτά που περιμένουν είναι από τη σύνταξη, αλλά κανείς δεν έδινε σημασία. Η γραμματέας, δίχως ίχνος ευγένειας, μας είπε ότι γνωρίζει ποια είναι η κυρία καθώς την έχει ενοχλήσει (αν είναι δυνατόν) πολλές φορές για το θέμα της και δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Ο υποδιοικητής, κ. Πατσούρης, που έτυχε να περνάει, μας κοίταξε γεμάτος απορία όταν του ζητήσαμε να του μιλήσουμε, σαν να μη δούλευε εκεί. Με ειρωνικό χαμόγελο, είπε: «Από μένα ζητάτε βοήθεια; Εγώ θα σας βοηθήσω;». Η γκριμάτσα που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του δεν μας έδινε κανένα περιθώριο, απλά για ακόμα μία φορά μας άφησαν στα «κρύα του λουτρού» και εξαφανίστηκαν. Η πόρτα της γραμματέως έκλεισε δυνατά, όπως κάθε φορά που συνήθιζε να κλείνει το τηλέφωνο, όταν τα έβρισκε σκούρα με τις ερωτήσεις της κ. Μαρίας.
Φύγαμε από το κτήριο, αφού περάσαμε από τα γραφεία στον ημιώροφο, προκειμένου να συμπληρώσουμε μία αίτηση, όπως μας συμβούλεψε να κάνουμε μια γραμματέας, για να μας ξεφορτωθεί κοινώς. «Έχω κάνει χιλιάδες τέτοιες αιτήσεις. Κάνεις δεν τις κοιτάει. Είναι σαν να μην την κάνω» είπε η κ. Μαρία και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Το μόνο που καταφέραμε με την πολύωρη περιπλάνησή μας στο «γκουλάγκ» της διοικητικής, προνοιακής μηχανής ήταν να… οργιστούμε, να απελπιστούμε και να φύγουμε, διαπιστώνοντας ότι η Ελλάδα απέχει τρομακτικά από τη Σκανδιναβία, τόπο όπου εργάζονταν και έβρισκαν κοινωνική πρόνοια εργάτες σαν τον Γιώργο Ανδρέα Παπανδρέου…
Η κ. Μαρία παλεύει να μη χαθεί η αξιοπρέπεια και ζητάει βοήθεια από τον δήμο και από την εκκλησία για να έχει γεμάτο το καθημερινό πιάτο στο τραπέζι. Έφτασαν στο σημείο να μην τους έχει μείνει άλλη λύση από το να πουλήσουν ακόμα και τα χρυσαφικά τους. Κάτι που τσάκισε την ίδια, αλλά και την οικογένεια. Τραβώντας καθημερινά τον δικό της «Γολγοθά», τόσο στο σπίτι όσο και στις υπηρεσίες, προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι δυνατή αλλά και αισιόδοξη. Πίσω μας αφήσαμε τους υπόλοιπους που παλεύουν να βρουν μια λύση στο δικό τους πρόβλημα. Οι περισσότεροι από αυτούς, για ακόμη μία φορά, δεν θα τα καταφέρουν και θα ξαναπροσπαθήσουν. Οι οικογένειες μένουν χωρίς λεφτά και κανείς δεν ασχολείται με την ουσία του προβλήματος. Κανείς δεν θέλει να βρει τη ρίζα του κακού που δημιουργεί όλο αυτό το μπάχαλο. Η κατάσταση με τις αναπηρικές συντάξεις είναι γνωστή εδώ και χρόνια, αλλά όλοι προσπαθούν να την κουκουλώσουν.
Οι απελπισμένοι πολίτες –θύματα– παλεύουν καθημερινά να ακουστούν, αλλά κανείς δεν δίνει σημασία. Όλα θα γίνουν όπως αυτοί τα έχουν σκεφτεί και κανονίσει, όχι νωρίτερα. Δεν υπάρχει αυτή η δικαίωση. Η σκέψη, όμως, και μόνο ότι οι άνθρωποι μεταξύ μας δεν συμπονούμε ο ένας τον άλλον και προτιμούμε να μην ασχοληθούμε και να προσπεράσουμε είναι όχι μόνο τρομακτική, αλλά και ζωώδης… 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου