ΤΟ «ΑΛΑΤΙ» ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ...
Κριτική της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Κριτική της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Η ατμόσφαιρα μυρίζει αλάτι, οι εικόνες που αποκαλύπτονται περίτεχνα στον θεατή καθηλώνουν το βλέμμα του...
Ένας ήρεμος αέρας ακούγεται να φυσάει πάνω στις νάιλον κουρτίνες που κρέμονται ταπεινά από το ταβάνι. Μπορείς να αγγίξεις το ξύλο που σαν πολυέλαιος κρέμεται από το ταβάνι κατακόρυφα πάνω από έναν σωρό αλάτι. Να γευτείς το άλας και αμέσως να καταπιείς μια ζωή…
Το σκηνικό που έχει στηθεί στο κτίριο 56 του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» ξεδιπλώνει αβίαστα τις αισθήσεις μας, που κατά γενική παραδοχή είναι πέντε. Ωστόσο, κάποιοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι οι αισθήσεις μας είναι εννέα και κάποιοι άλλοι ότι είναι περισσότερες από είκοσι μια.
Ο Γκι Ντε Μοπασάν, αγγίζει τον κόσμο των αισθήσεων και ακροβατεί ανάμεσα σε πραγματικότητα και παραίσθηση, ενώ αναρωτιέται αν μπορούμε να προσεγγίσουμε τον κόσμο μέσα από την όραση, την όσφρηση, τη γεύση, την ακοή και την αφή. Ο ίδιος, αποκηρύσσει και ακυρώνει τις αισθήσεις μια-μια και μας εντάσσει στον κόσμο της διαίσθησης, αυτή είναι η έκτη αίσθηση που ξεδιπλώνεται στην παράσταση. Όμως, ο Ντε Μοπασάν αναγνωρίζει την ύπαρξη και άλλων τριών αισθήσεων: Της «ανίχνευσης της θερμοκρασίας», του «Nociception», ή αλλιώς του πόνου: Δερματικού, σωματικού και σπλαχνικού, καθώς και του «χρόνου», παρουσιάζοντας τον άνθρωπο ως ένα ον που έχει μια εκ φύσεως ακριβή αίσθηση του χρόνου.
Ο σπουδαίος αυτός διηγηματογράφος, ψυχογράφος και κοινωνικός αναλυτής του 19ου αιώνα έχοντας ως «εφόδιο» μια ζωή στα άκρα, βουτηγμένη στην ανηθικολογική δράση, μια ζωή με νευρο-ψυχικές κακώσεις τολμάει να σπάσει το φράγμα των παγιωμένων αισθήσεων και να τις αποδομήσει.
Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος κρατάει τον κορμό του έργου του Μοπασάν και παντρεύει τις τέχνες με τις αισθήσεις. Έτσι λοιπόν, κατακεραυνωμένος, όπως ομολογεί ο ίδιος, από την ιδέα της κειμενοποίησης ενός «συγγραφέα-φετίχ» και με μια διάθεση στοργική απέναντι «στον αθεράπευτα ρομαντικό βερμπαλιστή», εκθέτει τη βασανισμένη ψυχή του συγγραφέα αποκαλύπτοντας τα «φαντάσματα» που κατοικούν στο μυαλό του.
Η Φρόσω Λύτρα δημιουργεί ένα τρίτο κείμενο με τη σκηνοθετική της ματιά, την καθοδήγηση και ιδιαίτερη φροντίδα με την οποία περιβάλλει τους ταλαντούχους ηθοποιούς της. Η κ. Λύτρα καταφέρνει να συνθέσει μοναδικά τον αισθητηριακό κόσμο που έτσι κι αλλιώς αποπνέει το κείμενο του κ. Ευαγγελάτου. Η παράσταση δεν είναι διόλου κουραστική για το κοινό όσον αφορά το πώς εκτυλίσσεται η υπόθεση. Απεναντίας, διαχέει μέσα από τις εικόνες αισθησιασμό, αγωνία, κινητικότητα, απτικές και οπτικές απολαύσεις, καθώς και συγκινησιακά φορτισμένες στιγμές. Η ζωγραφική, η φωτογραφία, ο χορός, το θέατρο, η γλυπτική και η έκτη τέχνη∙ το video art αλληλεπιδρούν εξαιρετικά με τα αισθητήρια όργανα των ηθοποιών, αλλά και των θεατών. Οι έξι ιστορίες συνδέονται με μια έβδομη, που βρίσκει αντίκρισμα σε μια εντελώς καινούρια αίσθηση.
Ο Μανόλης Παντελιδάκης, ο σκηνογράφος-μάγος μεταφράζει τον ειπωμένο λόγο σε αντικείμενα, τις σκέψεις και τις ανάγκες της σκηνοθέτιδος σε εικαστικό δημιούργημα. Έτσι λοιπόν, με τη βοήθεια του Παναγιώτη Λαζαρίδη, πλάθει με ακρίβεια και φαντασία έναν μικρόκοσμο που αιχμαλωτίζει ολοκληρωτικά τον θεατή. Το κοινό κοιτάει μαγεμένο το περιβάλλον που στήνεται μπροστά του, το οποίο όμως δεν του αποκαλύπτει τα νοήματά του. Ο θεατής θα πρέπει να ψάξει πολύ βαθιά μέσα του για να ανακαλύψει τα σύμβολα που υπάρχουν στο σκηνικό τοπίο.
Σε μια προσπάθεια αποσυμβολοποίησης του σκηνικού θα λέγαμε ότι το αλάτι που βρίσκεται χυμένο σε κάθε γωνιά του χώρου είναι απόλυτα ταυτισμένο με τις αισθήσεις μας. Είναι ένα υλικό που μπορούμε να δούμε και να μυρίσουμε όταν βρίσκεται σε μεγάλη ποσότητα, να το αγγίξουμε και να το γευτούμε, υπηρετεί λοιπόν και τις πέντε, γνωστές σε εμάς αισθήσεις. Παράλληλα, το μεγάλο κλαδί από δέντρο που κρέμεται πάνω από το αλάτι καθώς και όλα τα άλλα κλωνάρια που «αγκαλιάζουν» την αίθουσα ταυτίζεται με τη γη. Να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι ο Μοπασάν σαγηνεύεται από το υγρό στοιχείο. Η ζωντάνια του νερού, η κινητικότητά του, ο κίνδυνος που κρύβεται στα «σπλάχνα» του γοητεύουν τον αεικίνητο και ριψοκίνδυνο χαρακτήρα του.
Η μεγάλη επιτυχία της παράστασης οφείλεται σαφώς στα γρανάζια της κ. Λύτρα, που δεν είναι άλλα από τους δέκα χαρισματικούς ηθοποιούς.
Για την ερμηνεία τους ξεχωρίζουν ιδιαίτερα ο Δημήτρης Γεωργαλάς, ο οποίος υποδύεται λιτά και εύστοχα τον Γκι Ντε Μωπασάν, μεταφέροντας με ακρίβεια το απόσταγμα των σκέψεών του και των φιλοσοφικών του αναζητήσεων. Μοναδική στο ρόλο της ως αγαλματοποιημένη «οπτασία» η Αννίτα Κούλη μαγεύει τους θεατές με την καθαρότητα του λόγου της, την αγνότητα με την οποία στέκει ημίγυμνη μπροστά στο κοινό, την απλότητα με την οποία δομεί τον πόνο προκαλώντας έτσι με απόλυτη φυσικότητα ρίγη συγκίνησης στους θεατές. Για την ευκινησία της ξεχωρίζει η Σοφία Μιχαήλ που σαν συλφίδα τυλίγεται γύρω από το σιδηρούν κατασκεύασμα που έχει στηθεί στη σκηνή και το οποίο υπάρχει νοητικά και νοηματικά στο έργο και κατ΄ επέκταση στη ζωή των ηρώων.
Το μόνο αρνητικό σημείο της παράστασης είναι τα καθίσματα που ουσιαστικά είναι κάποια πάκο από εφημερίδες τοποθετημένα στα διάφορα σημεία που ξετυλίγονται οι διάφορες ιστορίες. Ο θεατής κουράζεται, καθώς μπαίνει στη διαδικασία να μετακινηθεί κατά τη διάρκεια της παράστασης από το ένα σκηνικό στο άλλο και να αλλάξει θέση, μετακινούμενος ουσιαστικά από το ένα πάκο… στο άλλο!
Αναμφίβολα μέσα στο πνεύμα του έργου είναι τα κοστούμια που φιλοτέχνησε η Ειρήνη Τσακίρη σε γκόθικ στυλ, με κορσέδες, μακριές μαύρες φούστες συνοδευόμενες από έντονο βάψιμο για τις γυναίκες και μαύρα ενδύματα και ρούχα σε ανάλογο ύφος για τους άντρες.
Οι δε φωτισμοί του Γιώργου Τέλλου «λούζουν» το σκηνικό, τους ηθοποιούς και τον ψυχισμό των θεατών και ακολουθούν κατά πόδας την εξέλιξη της υπόθεσης.
Είναι από αυτές τις φορές που ο θεατής νιώθει ότι παρακολουθεί πραγματικό θέατρο, εκείνο που οι αρχαίοι είχαν αναγάγει σε χώρο παιδείας, με τη λύτρωση και την έκσταση να οδηγούν σε αποφόρτιση από τα αρνητικά συναισθήματα. Πράγματι, ο θεατής φεύγει από την πραγματικότητα και με τη βοήθεια της πρωτότυπης και σαγηνευτικής μουσικής, που έχει επιμεληθεί ο Γιώργος Πούλιος μεταφέρεται σε έναν κόσμο όπου νέες αισθήσεις γεννιώνται, έναν κόσμο μεθυστικό. Το κοινό παρακολουθεί (θεωρεί) την εξέλιξη του σκεπτικισμού του Ντε Μοπασάν, βιώνει τον πόνο, την απογοήτευση, τον έρωτα, τα σημάδια του χρόνου, τις «ουλές» της ζωής στην ψυχή του ανθρώπου και επιστρέφει σπίτι του με μια ψυχική ευφορία.
«Ο κόσμος μας δεν είναι παρά ένα διαστρεβλωμένο παιχνίδι των αισθήσεων», λέει ο Μοντεσκιέ. Με αυτή τη φράση αρχίζει ο Ντε Μοπασάν το ταξίδι στις 6 και 1 αισθήσεις. Ο θεατής αναρωτιέται αν τελικά αυτή η έβδομη αίσθηση είναι η συνειδητοποίηση αυτού του επίπλαστου αισθητηριακού κόσμου, μήπως είναι καιρός να αναζητήσουμε άλλες πηγές ανίχνευσης της αλήθειας, ή τελικά η αλήθεια είναι κάτι στο μυαλό μας και κάθε δυνατή προσέγγισή της μοιάζει ουτοπική;
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία: Φρόσω Λύτρα
Κείμενο: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Σύλληψη έργου-θεατρική απόδοση-δραματουργική επεξεργασία: Φρόσω Λύτρα
Σκηνογραφία: Μανόλης Παντελιδάκης
Κοστούμια: Ειρήνη Τσακίρη
Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Μιχαήλ
Σχεδιασμός φωτισμών: Γιώργος Τέλλος
Μουσική: Γιώργος Πούλιος
Βοηθoί σκηνοθέτη: Ζέτη Φίτσιου, Φίλιππος Παπαχριστοδούλου
Βοηθοί σκηνογράφου: Μάρκος Παπουτσάκης, Νεφέλη Ηλιοπούλου
Βοηθός φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Αγγελοπούλου
Διεύθυνση Παραγωγής: Βαγγέλης Δοκός
Κατασκευή σκηνικού: Παναγιώτης Λαζαρίδης
Εικαστικοί και παραστατικοί καλλιτέχνες: Βασίλης Πέρρος (ζωγράφος), Τάσσος Βρεττός (φωτογράφος), Μανόλης Παντελιδάκης (σκηνογράφος), Φρόσω Λύτρα (σκηνοθέτις), Έφη Σκαρβελάκη (γλύπτρια), Amalia Bennett (χορογράφος), Γιώργος Πούλιος (Μουσικός), Άγγελος Παπαδόπουλος (video artist)
Παίζουν: Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Γωγώ Καρτσάνα, Θύμιος Κούκιος, Αννίτα Κούλη, Λήδα Ματσάγγου, Σοφία Μιχαήλ, Φίλιππος Παπαχριστοδούλου, Ευαγγελία Συριοπούλου, Κώστας Φαλελάκης και στο ρόλο του Guy de Maupassant ο Δημήτρης Γεωργαλάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου